δεισιδαιμόνως

δεισιδαιμόνως
δεισιδαίμων
fearing the gods
adverbial

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • δεισιδαιμόνως — επίρρ. (Α) [δεισιδαίμων] με δεισιδαιμονία, με παράλογο φόβο …   Dictionary of Greek

  • Κοντός, Ιωνάς — (18ος αι.). Λόγιος μοναχός από το Λιβάδι Θεσσαλίας. Ήταν γνωστός και με την επωνυμία Σπαρμιώτης, καθώς μόνασε στη μονή Σπαρμού. Διετέλεσε μαθητής του Ιωάννη Πεζάρο και δίδαξε στο Λιβάδι, στον Βελβεντό, στη Θεσσαλονίκη και στη Ραψάνη. Έγραψε… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”